Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Το καλοκαιρι με τις Ρέγγες(επίλογος)

Ηταν ένα γαμάτο καλοκαίρι αυτό που τελειώνει σήμερα.
Γάμησε και γαμήθηκε όσο λίγα.
Εμένα μ άρεσε γιατι είχα βάλει στόχους συγκεριμένους και τους πέτυχα όλους.
Στο δόξα πατρί.
Ουτε ένας δεν επέζησε.


Ηθελα να φτιάξω μια ολόκληρη πολιτεία στην άμμο,ν αντέξει και το χειμώνα.
Στην ηλικία που είμαι βρίσκω απόλυτα ρεαλιστικό και κυρίως λογικό ένα τέτοιο στόχο.
Αγόρασα κουβαδάκια και φτυαράκια.
Δούλεψα σκληρά.
Κατάφερα να φτιαξω τελικά μια ακρογιαλιά στην πόλη.Τεράστια.Από Εξάρχεια εως Κυψέλη.
Μ επηρέασε ο Πλούταρχος σ αυτο.
Μια φίλη μου ειχε πει οτι ο Πλουταρχος θα επηρεασει τον πολιτισμο μου,τη ψυχικη μου υγεια,κατι τετοιο δε θυμαμαι.
Δεν την ακουσα.
Ηταν λάθος.
Ηταν αργα.
Τωρα πάω σπιι αφου κολυμπησω ολη τη Μεγίστης και φτανω σπιτι μουσκεμα.
Ανυσηχω για το χειμωνα που ερχεται οταν τα νερα θα φουσκωσουν..


Μετά,ειχα κ αλλο στοχο.
Ηταν κατι ρεγγες που είχα βάλει στοχο να τις ψησω με εφημεριδα.
Ενα ολοκληρο κοπάδι που με κοροιδευε και μ εκλαιγε πριν την ώρα μου.
Ειχα καλο σχέδιο.
Τους ερίξα καλό δόλωμα.
Αλλα οι μαλακισμένες δε τσιμπήσανε.
Μετα τους έριξα άλλο δολωμα.
Πάλι δε τσιμπήσανε.
Πηγάινανε και τρώγανε και μετα ερχότανε και κάνανε πλάκα μαζι μου.
Αργησα να το καταλάβω.
Νόμιζα οτι ειναι ηλίθιες.
Δεν ήτανε.
Προσπαθησα να τις ανατιναξω.
Τους πεταγα μολοτωφ.
Ηταν λαθος.
Ηθελαν δυναμιτη.
Μετα Ηθελα να τις συναντησω για να συζητησω μαζι τους .
Κ αυτο λαθος.
Δε μπορεις να θες να συζητησεις μ αυτον που θες ν ανατιναξεις.
Ειχα επιχειρηματα παντως ακομα κ ετσι.
Γενικα ειμαι επιμονος.
Αλλα δε θελανε να τ ακουσουνε.
Φυγανε γελωντας.
Ουτε ενα ψαρι δεν εφαγα αυτο το καλοκαιρι απ τα νευρα μου.
Δε ξερω αν θα ξαναφαω ψαρι.
Βλεπω ματι απο ψαρι και νομιζω οτι" ξερει".
Ακομα και πεθαμενο να ναι.
Στα διαλα.


Μετα ειχα κ αλλο στοχο.
Να ζευγαρωσω μ ενα μυθικο πλασμα,με μια γοργονα που λατρευα.
Ολοι μου λεγανε οτι γοργονες δεν υπάρχουν.
Και να βρω μια κανονικη γυναικα να ζευγαρωσω.
Αυτα λεγανε.
Εγω τους εγραψα στ αρχιδια μου.
Εγω δε τους πιστεψα και δεν ακουσα κανεναν.
Πως δε υπηρχαν?
Αφου εγω την ειχα δει.
ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΠΛΑΣΜΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΔΕΙ ΠΟΤΕ.
Μαγευτηκα!!!
Ειχε το πιο ωραιο χαμογελο,το πιο ωραιο σωμα,τα πιο ωραια μαλλια,ολα πανω της ηταν τα πιο ωραια απο τα πιο ωραια απο οτι σημαινει ωραιο!!.
Αρα υπηρχε!!
Και τι δεν εκανα.
Εμαθα γοργονισια.
Πηγα φροντιστηριο καλοκαιριατικα.
Εκανα θιυσιες.
Δυσκολη διάλεκτος τα γοργονισια.
Αλλα εγω τα καταφερα
Εμαθα τα παντα.
Τραγουδια για γοργονες,φαγια για γοργονες, βιβλια για γοργονες ,συνηθειες για γοργονες,εμαθα τα παντα όλα.
Μια μερα τη συναντησα.
Της μιλησα στη γλωσσα της σιγουρος οτι θα την εντυπωσιασω.
Με κοιταζε λες και ημουνα και γω δε ξερω τι.
Δεν απαντησε καν.
Εφυγε.
Μετα της ξαναμιλησα παλι σε γοργονίσια.
Με ξανακοιταζε η αληθεια ειναι με συμπαθεια.
Σα να βλεπε ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ που δε μπορει να μιλησει κανονικα.
Ακομα θυμαμαι αυτο το βλεμμα της .
Ποσο υπεροχο.
Αλλα ηταν ενα βλεμμα πως βλεπεις ενα ντοκυμαντερ για τα Panda που δε μπορουν να σκαρφαλωσουν ενα κορμο και τσουβαλιαζονται και σκανε σα καρπουζια??
Ε ενα τετοιο πραμα...
Αλλα και μενα, ουτε τοτε πηγε το μυαλο μου.
Μεχρι που μια μερα ,εκει που της μιλαγα κ ελεγα τα δικα μου κ αυτη μ αφηνε να λεω οτι μου ρχοταν στο κεεφαλι,εγινε κατι.
Γυρναει και μου λεει στη γλωωσα τη κανονικη...
"ρε φιλαρακι....πας καλα??αιντε ξεκουβαλα μου απο εδω,μου τα κανες νταουλια!!"
Κόκαλλο εγω!
Δεν εισαι γοργονα ?τη ρωταω.
Εφυγε τρεχοντας.
Νομιζω κατι στο βλεμμα της ειχε πανικοβληθει.
Δεν ειμαι και σιγουρος ομως.
Επεσα σε καταθλιψη.
Κοντεψα να παλαβωσω.
Επινα.
Ειχα οραματα και εφιαλτες.
Ερχοτανε τα βραδυα στον υπνο μου και μου μιλουσε γοργονίσια.
Καταλάβαινα τα πάντα της.Ωρες επι ωρων συζητηση!!
Μετα την εβλεπα στο δρομο και μιλαγε κανονικα.
Καλα,οκ αυτη οταν με εβλεπε αρχιζε να τρεχει παλι σαν τη παλαβη..
Σα να βλεπει και γω δε ξερω τι.
Παραξενος κοσμος ρε φιλε...
Λες και εγω δεν ειμαι απολυτα φυσιολογικος και συνεννοησιμος ανθρωπος...
Μη τα πολυλογω.
La catastrophe..



Σημερα το καλοκαιρι ,αυτο το γαμιστερό καλοκαιρι τελειωνει.
Σημερα το πρωι αποφασισα να μη ξαναπιω.
Να μη το ξαναβαλω στο στομα μου το ρημαδι.
Μου το πε και μια φιλη μου.
Θα καταστραφεις.
Η ιδια που μου πε για τον Πλουταρχο.
Αλλα εγινε μια μαλακια.
Εγω νομιζα οτι χτες τελειωνει ο Αυγουστος.
Ενω τελειωνει σημερα.
Οποτε σημερα θα ξαναπιω.
Δεν ζεις ευκολα ένα τετοιο καλοκαιρι.
Δε ξερω πως ηταν το δικο σας.
Αλλα σα το δικο μου δε ητανε ,που να σκασετε.


Περα απ ολα τ αλλα...για μενα.,,,, ξερετε......αυτο ηταν ΟΝΤΩΣ το "τελευταίο μου καλοκαίρι".....

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ -(Μάγδα)

Η γκαρσονιέρα της Μάγδας είναι ποτισμένη με κόκκινο χρώμα.Όλα εκεί μέσα είναι κόκκινα.Φώτα,καναπέδες,τοίχοι.Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι όλα κόκκινα.Εμένα μου αρέσει το χρώμα .Είναι ένα περίεργο σπίτι και κάθε φορά που πρέπει να πάω εκεί ,χαίρομαι γιατί απ τη μισάνοιχτη εξώπορτα βλέπω αυτή την κόκκινη απόχρωση την οποία δεν έχει κανένα άλλο σπίτι απ όσα έχω δει μέχρι τώρα.Κ είναι και μια φωτογραφία μιας γυμνής γυναίκας στο τοίχο,που απο τη θέση που στέκομαι μπορώ να δω μόνο το ένα της μάτι κα το ένα της στήθος με τη ρόγα σα σταφύλι.Πως να ναι άραγε ολόκληρη η φωτογραφία?Δεν μπορω να δω,προσπαθώ αλλα δε μπορώ...
Δεν είναι όμως ,μόνο το χρώμα που με γοητεύει.Ουτε η φωτογραφία στον τοίχο.Είναι και η ζεστασιά του χώρου.Η αλήθεια βέβαια είναι πως όλα τα διαμερίσματα του υπογείου τον Χειμώνα ,είναι πολύ ζεστά μιας και είναι δίπλα στον καυστήρα του πετρελαίου.Η συγκεκριμένη ζεστασιά όμως έχει ενα ελαφρύ και ιδιαίτερο αρωματισμό.Κάτι που με χτυπάει μαλακά σ ενα σημείο κάτω απο τη κοιλιά και μ ανακατεύει μ ενα τελειώς άγνωστο τρόπο.
Κ είναι και η Μάγδα.Στα 25 της .Ζει μόνη ντης.Μάλλον κοντή,ξανθό κοντό μαλλί, λεπτά κόκκινα χείλια ,μεγάλα καστανά μάτια ,στρογγυλα βυζιά ,λεπτά πόδια ,γεμάτη καμπύλες.K είναι κάτι να τη ρωτήσω και δεν ξέρω την ερώτηση.Κ ειναι κατι που θέλω να δω ακόμα και θα αναγνωρίσω τι ακριβώς, όταν το δω,αλλα δεν φαίνεται απο τη μισάνοιχτη πόρτα.Κ ειναι που είναι το μοναδικό διαμέρισμα που νομίζω πως δεν είναι τα τετραγωνικά του μόνο,αλλά κρύβει ολόκληρους κόσμους και δεν ξέρω πως να το πω και που και πως.Κ είναι πως το κουδούνι της χτυπάει συνέχεια και κάποιοι μπρεδεύουν το δικό της με το δικό μας,και έτσι οταν χτυπάει μέσα στη νύχτα το κουδούνι και έξω οι μπάτσοι δεν κυνηγάνε κόσμο,τότε κάποιος θέλει να μπει στο σπίτι της Μάγδας.Αγνωστο γιατί.Κοιμάμαι κάνοντας υποθέσεις.Πλάθοντας ιστορίες.Η Μάγδα είναι πολυ αγαπητή σε πολλούς.Την Μάγδα τη ζητάνε πολλοί.Τη ζητάω κ εγώ.Για να πληρώσει τα κοινόχρηστα.Και με υποδέχεται φορώντας ενα κοντό νυχτικό,λεγοντάς μου"καλώς τον Γιωργάκη,περίμενε".Και γω περιμένω .Ακόμα......
Κάποτε η Μάγδα σταματά να ζει μόνη της.Τα κουδούνια σταματούν να χτυπάνε.Ενας κάποιος μένει μαζί της.Ενα ζώο με μεγάλη κοιλιά και μουστάκι.Το ζώο πεινάει,το ζώο βρίζει,το ζώο ζει στο υπόγειο.Δε θέλω να πηγαίνω σπίτι της για τα κοινόχρηστα πλέον.Η Μάγδα θα φύγει μια μέρα.Η ιδοκτήτρια γκρινιάζει για το χρώμα.Τώρα μπορώ να περπατήσω στα λίγα τετραγωνικά του σπιτιού.Οι κόσμοι που ήμουν σίγουρος πως έκρυβε το σπιτι ,εφυγαν μαζί με τη Μάγδα.Βρίσκω υπολείμματα απ το άρωμα στους τοίχους,ειδικά εκει που ήταν η φωτογραφία.Τώρα πια ξέρω πως απ αυτή τη φωτογραφία έβγαινε αυτό το άρωμα.Από τότε ψάχνω να το ξαναβρώ.Δε βρήκα ποτέ μου το ίδιο...
Την ξαναβλέπω τυχαία μετά από χρόνια.Παχιά.Κουρασμένη.Σπασμένη στο πρόσωπο.Μου χαμογελάει.Με λέει ακόμα Γιωργάκη.Ξέρω πια όλα όσα ήθελα να τη ρωτήσω ,μα κάτι μέσα μου ανακατεύεται ακόμα σαν απαίτηση τόσο ξεχωριστή και ιδιαίτερη που κάνει όλες μου τις γνώσεις άχρηστες.Δε θα της πω τίποτα.Θα τη δω να φεύγει για να μη την ξαναδώ ποτέ πια...
Η Μάγδα.....
Μου λείπει τόσο...
Δε θα το μάθει ποτέ....

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Ιστορίες από το Υπόγειο(Ο γέρος -κατσαρίδα)

Ότι πίστευα πραγματικά, για αυτόν τον γέρο, ήταν πως κάποτε ήταν μια …κατσαρίδα. Μια κατσαρίδα, που θέλησε πολύ να γίνει άνθρωπος. Ήταν το πιο παράξενο αίτημα που είχε ποτέ της μια κατσαρίδα. Και ο Θεός, για τους δικούς του ,ανεξιχνίαστους- πάντα- λόγους, το έκανε δεκτό. Πότε ακριβώς έγινε αυτό και σε ποια ηλικία ήταν τότε η κατσαρίδα αυτή, δεν έχω ιδέα .Πρέπει να ήταν πάρα πολύ παλιά. Πολύ παλιά όμως…
Είχα λόγους που το πίστευα αυτό.
Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η πραγματική του ηλικία. Κυκλοφορούσαν μονάχα υποθέσεις. Άλλος έλεγε 80,άλλος 90 ,όλοι όμως συμφωνούσαν ,όταν μιλούσαν γι ‘αυτόν στο να μην τον λένε με το όνομά του. Μεταξύ τους ,έλεγαν πάντα «ο γέρος». Το πως τον λέγανε ,έμοιαζε να μην έχει αξία. Τον ίδιο πάντως τον έλεγαν Κώστα.
Ζούσε στο Υπόγειο. Μόνος. Κανείς δεν τον επισκέφτηκε ποτέ ,κανείς δεν τον είδε με κάποιον άλλο στον δρόμο. Το σπίτι του το είχε αγοράσει. Μια συνηθισμένη γκαρσονιέρα μ ένα δωμάτιο μικρό, μικρό και στενό χώλ, κουζίνα μικρή ,μικρό μπάνιο. Όλα μικρά. Φως δεν έμπαινε ποτέ μέσα. Ζούσε κυριολεκτικά στο σκοτάδι. Λίγο που είχα δει μια μέρα από τη μισάνοιχτη εξώπορτα, ήταν πως εκεί ζούσε το πραγματικό χάος. Έπιπλα, τραπέζια, σακούλες, βιβλία, τροφές το ένα πάνω στο άλλο.
Ο ίδιος δεν μιλούσε πάρα πολύ σπάνια. Η φωνή του ήταν η πιο άθλια φωνή που έχω ακούσει ποτέ. Ένας ήχος σαν σιριγμός, που δεν καταλάβαινες ευκρινώς τα φωνήεντα και τα σύμφωνα ,άλλα καταλάβαινες τι έλεγε. Δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω πως γινόταν αυτό. Δεν θυμάμαι ποτέ πως πρόφερε μια λέξη .Θυμάμαι ότι καταλάβαινα το νόημα της λέξης κ ΄έτσι καταλάβαινα τι ήθελε να πει. Όπως εγώ έτσι και οι υπόλοιποι. Αλλά κανείς μας ποτέ δε σχολίασε αυτό τα πράγμα. Το «δεχόμασταν» σαν κάτι που θα θέλαμε να κουτσομπολέψουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να το κάνουμε. Το «γιατί» …άγνωστο.
Όταν όλοι όσοι ζούσαν στο Υπόγειο, είχαν πεθάνει ,αυτός είχε τα ίδια χαρακτηριστικά και ο χρόνος έμοιαζε να μην τον ακουμπάει. Ψηλός, με καμπούρα. Γουρλωτά υγρά μάτια. Σε κοίταζαν και ένιωθες πως αυτός ο γέρος ήξερε τα πάντα για σένα .Ακόμα και αυτά που εσύ δεν είχες πάρει χαμπάρι και σ αφορούσαν .Μύτη κ αυτιά με τρίχες .Είχες την ακλόνητη αίσθηση της σιγουριάς ,ότι μύριζε τα πάντα, και άκουγε τα πάντα. Στόμα αηδιαστικό ,πάντα με σάλια στην άκρη των χειλιών του ,φανταζόσουνα την τροφή που έτρωγε και ήθελες να κάνεις εμετό. Δόντια κατακίτρινα. Τα χέρια του ήταν γεμάτα τρίχες ,μαύρες αδύνατες τρίχες. Τα δάχτυλά του λεπτά και μακριά. Φορούσε πάντα μα πάντα τα ίδια ρούχα. Ένα μπεζ υφασμάτινο παντελόνι ένα λευκό πουκάμισο που με τον καιρό είχε γίνει κρέμ και μια ζώνη που την έδενε ω από το ύψος του αφαλού του, κοντά στο στομάχι. Η εικόνα του ήταν τόσο αποκαρδιωτική. Κ όμως ποτέ κανείς δεν τον πλησίασε, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει κάτι γι αυτόν. Λες και όλοι μας υπακούαμε σε μια άγνωστη διαταγή που μας ήταν γνωστή, από κάπου», από «κάποτε» ,από «κάπως» και εμείς δεν την εξετάζαμε ποτέ. Απλώς υπακούαμε…
Τον είδα πριν δυο μήνες. Ζούσε ακόμα. Τον είδα στο δρόμο να βαδίζει κυρτός, με την καμπούρα του . Δεν ξέρω γιατί το κανα. Τρέχοντας μπήκα στο ζαχαροπλαστείο και αγόρασα ένα ζαχαρωτό. Πήγα και του το έδωσα χωρίς να του μιλήσω .Με κοίταξε . Κατάλαβα πως μ αναγνώρισε. Κοίταξε το ζαχαρωτό και μου είπε μ εκείνη την ακατάληπτη φωνή του, την γεμάτη σιριγμό ..: “Εσύ είσαι λοιπόν .Πέτα το στο δρόμο και φύγε. Θα έρθω μόνος μου όταν θα έρθει η ώρα.» Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Έκανα όμως ότι μου είπε νιώθοντας ένα πόνο στη ψυχή μου, τόσο παράξενο που με κράτησε ξάγρυπνο για πολλά βράδια .
Το χα ξεχάσει και σαν γεγονός. Μέχρι χτες το βράδυ. Όταν ζαλισμένος απ τα τσιγάρα και το ποτό δε μπορούσα να πιστέψω πως διάολο βρέθηκε μια τεράστια κατσαρίδα στην οθόνη του υπολογιστή μου. Δεν τρόμαξα καθόλου. Μου έκανε τόσο εντύπωση που την κοίταζα κάμποσο και δε σας κρύβω αναρωτιόμουνα για την απόφασή μου να πιώ τόσα τσιγάρα και τόσο αλκοόλ. Είπα, θυμάμαι…”δε πάει άλλο…μέχρις εδώ…θα τα κόψω όλα!! Δεν υπάρχουν τόσο μεγάλες κατσαρίδες. Έχω δει μεγάλες κατσαρίδες. Μαύρες .Ξέρω πως είναι. Είναι άθλιες. Είναι σιχαμένες. Αλλά όχι ,δεν είναι έτσι…δεν είναι σαν αυτή. “Kαι μόνο όταν άνοιξε κάτι τεράστια φτερά και προσγειώθηκε στα πόδια μου ,τότε μόνο συνήρθα. Και τρόμαξα. Και την έλιωσα με το παπούτσι μου.
Την έλιωσα κυριολεκτικά…..

Αρρωστο κρύο και ωχρός ήλιος

  Είναι ένα άρρωστο κρύο αυτό που σέρνεται μήνα και βάλε. Όταν θα λήξει θα μπούμε και στην Άνοιξη. Κ όσο δε λήγει τόσο είναι πιθανή μια νέ...