Ότι πίστευα πραγματικά, για αυτόν τον γέρο, ήταν πως κάποτε ήταν μια …κατσαρίδα. Μια κατσαρίδα, που θέλησε πολύ να γίνει άνθρωπος. Ήταν το πιο παράξενο αίτημα που είχε ποτέ της μια κατσαρίδα. Και ο Θεός, για τους δικούς του ,ανεξιχνίαστους- πάντα- λόγους, το έκανε δεκτό. Πότε ακριβώς έγινε αυτό και σε ποια ηλικία ήταν τότε η κατσαρίδα αυτή, δεν έχω ιδέα .Πρέπει να ήταν πάρα πολύ παλιά. Πολύ παλιά όμως…
Είχα λόγους που το πίστευα αυτό.
Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η πραγματική του ηλικία. Κυκλοφορούσαν μονάχα υποθέσεις. Άλλος έλεγε 80,άλλος 90 ,όλοι όμως συμφωνούσαν ,όταν μιλούσαν γι ‘αυτόν στο να μην τον λένε με το όνομά του. Μεταξύ τους ,έλεγαν πάντα «ο γέρος». Το πως τον λέγανε ,έμοιαζε να μην έχει αξία. Τον ίδιο πάντως τον έλεγαν Κώστα.
Ζούσε στο Υπόγειο. Μόνος. Κανείς δεν τον επισκέφτηκε ποτέ ,κανείς δεν τον είδε με κάποιον άλλο στον δρόμο. Το σπίτι του το είχε αγοράσει. Μια συνηθισμένη γκαρσονιέρα μ ένα δωμάτιο μικρό, μικρό και στενό χώλ, κουζίνα μικρή ,μικρό μπάνιο. Όλα μικρά. Φως δεν έμπαινε ποτέ μέσα. Ζούσε κυριολεκτικά στο σκοτάδι. Λίγο που είχα δει μια μέρα από τη μισάνοιχτη εξώπορτα, ήταν πως εκεί ζούσε το πραγματικό χάος. Έπιπλα, τραπέζια, σακούλες, βιβλία, τροφές το ένα πάνω στο άλλο.
Ο ίδιος δεν μιλούσε πάρα πολύ σπάνια. Η φωνή του ήταν η πιο άθλια φωνή που έχω ακούσει ποτέ. Ένας ήχος σαν σιριγμός, που δεν καταλάβαινες ευκρινώς τα φωνήεντα και τα σύμφωνα ,άλλα καταλάβαινες τι έλεγε. Δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω πως γινόταν αυτό. Δεν θυμάμαι ποτέ πως πρόφερε μια λέξη .Θυμάμαι ότι καταλάβαινα το νόημα της λέξης κ ΄έτσι καταλάβαινα τι ήθελε να πει. Όπως εγώ έτσι και οι υπόλοιποι. Αλλά κανείς μας ποτέ δε σχολίασε αυτό τα πράγμα. Το «δεχόμασταν» σαν κάτι που θα θέλαμε να κουτσομπολέψουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να το κάνουμε. Το «γιατί» …άγνωστο.
Όταν όλοι όσοι ζούσαν στο Υπόγειο, είχαν πεθάνει ,αυτός είχε τα ίδια χαρακτηριστικά και ο χρόνος έμοιαζε να μην τον ακουμπάει. Ψηλός, με καμπούρα. Γουρλωτά υγρά μάτια. Σε κοίταζαν και ένιωθες πως αυτός ο γέρος ήξερε τα πάντα για σένα .Ακόμα και αυτά που εσύ δεν είχες πάρει χαμπάρι και σ αφορούσαν .Μύτη κ αυτιά με τρίχες .Είχες την ακλόνητη αίσθηση της σιγουριάς ,ότι μύριζε τα πάντα, και άκουγε τα πάντα. Στόμα αηδιαστικό ,πάντα με σάλια στην άκρη των χειλιών του ,φανταζόσουνα την τροφή που έτρωγε και ήθελες να κάνεις εμετό. Δόντια κατακίτρινα. Τα χέρια του ήταν γεμάτα τρίχες ,μαύρες αδύνατες τρίχες. Τα δάχτυλά του λεπτά και μακριά. Φορούσε πάντα μα πάντα τα ίδια ρούχα. Ένα μπεζ υφασμάτινο παντελόνι ένα λευκό πουκάμισο που με τον καιρό είχε γίνει κρέμ και μια ζώνη που την έδενε ω από το ύψος του αφαλού του, κοντά στο στομάχι. Η εικόνα του ήταν τόσο αποκαρδιωτική. Κ όμως ποτέ κανείς δεν τον πλησίασε, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει κάτι γι αυτόν. Λες και όλοι μας υπακούαμε σε μια άγνωστη διαταγή που μας ήταν γνωστή, από κάπου», από «κάποτε» ,από «κάπως» και εμείς δεν την εξετάζαμε ποτέ. Απλώς υπακούαμε…
Τον είδα πριν δυο μήνες. Ζούσε ακόμα. Τον είδα στο δρόμο να βαδίζει κυρτός, με την καμπούρα του . Δεν ξέρω γιατί το κανα. Τρέχοντας μπήκα στο ζαχαροπλαστείο και αγόρασα ένα ζαχαρωτό. Πήγα και του το έδωσα χωρίς να του μιλήσω .Με κοίταξε . Κατάλαβα πως μ αναγνώρισε. Κοίταξε το ζαχαρωτό και μου είπε μ εκείνη την ακατάληπτη φωνή του, την γεμάτη σιριγμό ..: “Εσύ είσαι λοιπόν .Πέτα το στο δρόμο και φύγε. Θα έρθω μόνος μου όταν θα έρθει η ώρα.» Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Έκανα όμως ότι μου είπε νιώθοντας ένα πόνο στη ψυχή μου, τόσο παράξενο που με κράτησε ξάγρυπνο για πολλά βράδια .
Το χα ξεχάσει και σαν γεγονός. Μέχρι χτες το βράδυ. Όταν ζαλισμένος απ τα τσιγάρα και το ποτό δε μπορούσα να πιστέψω πως διάολο βρέθηκε μια τεράστια κατσαρίδα στην οθόνη του υπολογιστή μου. Δεν τρόμαξα καθόλου. Μου έκανε τόσο εντύπωση που την κοίταζα κάμποσο και δε σας κρύβω αναρωτιόμουνα για την απόφασή μου να πιώ τόσα τσιγάρα και τόσο αλκοόλ. Είπα, θυμάμαι…”δε πάει άλλο…μέχρις εδώ…θα τα κόψω όλα!! Δεν υπάρχουν τόσο μεγάλες κατσαρίδες. Έχω δει μεγάλες κατσαρίδες. Μαύρες .Ξέρω πως είναι. Είναι άθλιες. Είναι σιχαμένες. Αλλά όχι ,δεν είναι έτσι…δεν είναι σαν αυτή. “Kαι μόνο όταν άνοιξε κάτι τεράστια φτερά και προσγειώθηκε στα πόδια μου ,τότε μόνο συνήρθα. Και τρόμαξα. Και την έλιωσα με το παπούτσι μου.
Την έλιωσα κυριολεκτικά…..