Ίσα που θυμάσαι τη πόρτα να κλείνει μαλακά πίσω σου.
Ισα που θυμάσαι πως η ανάγκη σου δεν είχε ακόμα όνομα .
ισα που θυμάσαι την ζεστασιά που σ απόδιωχνε απο κοντά της .
Ισα που σε θυμάσαι στους άδειους δρόμους να περιπλανιέσαι μ ένα παράπονο βαρύ.
Ήταν κάποτε ένας και μόνος καθρέπτης που μέσα του έβλεπες όλο τον κόσμο .
Κ είσουνα ανίδεος και αφάνταστος ,όταν έφτανες μπροστά την πόρτα του άχρονου .
Καθόσουνα κάτω κ ακουμπούσες την πλάτη σου πάνω της να ξεκουραστείς,χωρίς να ξέρεις πίσω της τι κρυβότανε.
Ισα που θυμάσαι που χάραζες μ ένα σουγιά στη ξύλινη καρδιά της, την χωρίς όνομα , πεθυμιά σου,
Ήταν κάποτε που τα νέα ήταν αυτά που σε βρίσκανε, και όχι εσύ αυτά.
Στεκόντουσαν μπροστά σου για ένα λεπτό ,πλυμμήριζαν την ψυχή σου με ποταμούς συνασθημάτων,φωτίζανε σαν φλογα κεριού τα σκοτάδια σου και ο άνεμος αργούσε να τα σβήσει μέσα στο μαύρο υγρό βελούδο του μυαλού σου.
Ίσα που θυμάσαι τις σημαίες που έφτιαχνες,τις δικές σου σημαίες που ανέμελος και χαρούμενος ανέμιζες μπροστά στο χάος της ανυπαρξίας.
'Ισα που θυμάσαι τον παλιό κώδικα ,το παλιό εκείνο κλειδί που άνοιγε όλες τις πόρτες.
Είναι τώρα , το βουητό του χρόνου.
Σε ταξιδεύει με ταχύητα φωτός σε δεκάδες προκαθορισμένα και υποψιασμένα ραντεβού.
Ακούς μόνο τον ήχο απο τις πόρτες που σπάνε είτε απο τις δικές σου κλωτσιές είτε των άλλων πάνω στη μούρη σου.
Δεν ξέρεις πόσα ονόματα έχουν οι ανάγκες σου και ποιες απ αυτές είναι πράγματι ανάγκες και ποιες είναι όντως δικές σου.
Μια μόνιμη αίσθηση παράταιρης μεταλαγμένης ζέστης σε κρατάει φυλακισμένο και όταν οι δρόμοι αδειάζουν εσυ κοιμάσαι φουσκωμένος μ ενοχες,άγχος και φοβο.
Είναι τώρα ένας κόσμος γεμάτος καθρέπτες και οθόνες που δείχνουν εσένα , σαν σε αξονική τομογραφία.
Κ είσαι στ αλήθεια,οργισμένος με την ποιότητα των κρυστάλων της οθόνης σου,σίγουρος για την πονηριά του εμπόρου,σίγουρος για τη μοχθηρία
των άλλων,βεβαιωμενος για ότι οι πόρτες της ζωής σου κρύβουν πίσω τους.
Τόσο σίγουρος και τόσο βεβαβαιωμένος που τις ανοίγεις όλες μ ενα κλικ του ποντικιού σου.
Πάντα μ ασφάλεια ελεγχόμενη.
Είναι τώρα που εσύ βρίσκεις τα νέα .
Σαν τα μεγάλα ψάρια που κρύβονται καθώς περνούν τα χρόνια,σ όλο και μεγαλύτερα βάθη.
Εξοπλισμένος με όπλα σύγχρονης τεχνολογίας καις τον άερα που αναπνέεις,λαμπαδιάζεις το μυαλό σου με ανέμους σταλμένους απο την κόλαση ενός ξερού ,άνυδρου και σκονισμένου τόπου.
Γεμίζεις τη φαρέτρα σου με κάθε λογής νέα,με κάθε λογής πληροφορία.
Κανένα νέο πλέον δεν σ εντυπωσιάζει τόσο.
Ολοι οι εφιάλτες της ανυπαρξίας ντύθηκαν λόγους ύπαρξης και σε δικεδικούν μέχρι τη τελευταία σου πνοή.
Κ ακόμα και μετά απ αυτή.
Ακόμα και τώρα.
Δεν ξέρεις τι σ έκανε ν αγαπήσεις κάποτε το χιόνι.
Δεν ξέρεις ακόμα τι είναι αυτό που συντηρεί την αγάπη σου ίσα με σήμερα.
Δεν ξέρεις όμως,γιατί κάνεις τα πάντα να μην μάθεις.
Δεν θέλεις να μάθεις.
Δε ξέρεις ότι πλέον έφτασες να το πολεμάς .
Δεν ξέρεις καν ΄'οτι το πολεμάς.
Δν ξέρεις ότι η αγάπη του πλεόν σ ενοχλεί .
Δεν ξερεις οτι σ ενοχλεί επειδή δραπετεύει απο τις ενσυνείδητες επιλογές σου που καθορίζουν το πλάισιο ζωής σου.
Δεν ταιριάζει η μαγεία στη ζωή σου.Είναι μη χρήσιμη.
Και τι δε κάνεις,και τι δεν έκανες,και τι δε θα κανεις μέχρι να το απαξιώσεις .
Να το ισοπεδώσεις.
Να το απομυθοποιήσεις.
Να το κάνεις "χρήσιμο".
Οποτε και αν είναι όμως...θυμήσου.
Αν ψάξεις την μαγεία ,θα τη βρείς.
Στην σιωπή του χιονιού θα σου μιλάει....
Αν αντέξεις τη σιωπή σου,θα της μιλήσεις.
Κ ίσως καποτε,όλα όσα κοντευεις να ξεχάσεις ,θυμηθείς ξανά.
*nNoe*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου